- πέζαρχος
- ὁ, Αο αρχηγός τού στρατού τής ξηράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέζαρχοι — πέζαρχος leader of infantry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέζαρχον — πέζαρχος leader of infantry masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεζαρχώ — έω, Α [πέζαρχος] είμαι πέζαρχος*, αρχηγός τού πεζικού … Dictionary of Greek
πεζάρχης — ὁ, Α πέζαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + άρχης*] … Dictionary of Greek
πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… … Dictionary of Greek